πολλαπλασιασμός

πολλαπλασιασμός
ὁ, ΝΜΑ [πολλαπλασιάζω]
αύξηση κατά ποσότητα ή μέγεθος
νεοελλ.
1. μαθημ. μία από τις θεμελιώδεις πράξεις τής αριθμητικής η οποία γίνεται μεταξύ δύο αριθμών, τού πολλαπλασιαστέου και τού πολλαπλασιαστή, και κατά την οποία σχηματίζεται τρίτος που καλείται γινόμενο και εκφράζει επί πόσες μονάδες που ορίζουν τον πολλαπλασιαστή επαναλήφθηκε ο πολλαπλασιαστέος
2. διαιώνιση τού είδους, αναπαραγωγή
3. φρ. α) «πολλαπλασιασμός νετρονίων»
φυσ. διαδικασία κατά την οποία ένα νετρόνιο παράγει κατά μέσον όρο περισσότερα τού ενός νετρόνια όταν απορροφάται από ένα μέσο που περιέχει σχάσιμα νουκλίδια
β) «παράγοντας πολλαπλασιασμού» ή «συντελεστής πολλαπλασιασμού» — ο λόγος τού συνολικού αριθμού τών παραγόμενων μέσα σε δεδομένο χρόνο νετρονίων ως αποτέλεσμα πυρηνικών σχάσεων σε ένα μέσο που περιέχει σχάσιμα νουκλίδια προς τον συνολικό αριθμό τών νετρονίων που εξαφανίζονται κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και στο ίδιο μέσο λόγω απορροφήσεων ή διαφυγών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολλαπλασιασμός — multiplication masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιασμός — ο 1. η πράξη του πολλαπλασιάζω, η αύξηση. 2. μία από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγενής αναπαραγωγή ή αγενής πολλαπλασιασμός — Πολλαπλασιασμός ζώων και φυτών που, σε αντίθεση με την εγγενή αναπαραγωγή, γίνεται χωρίς γονιμοποίηση …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλασιασμοῖς — πολλαπλασιασμός multiplication masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιασμοί — πολλαπλασιασμός multiplication masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιασμοῦ — πολλαπλασιασμός multiplication masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιασμούς — πολλαπλασιασμός multiplication masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιασμῶν — πολλαπλασιασμός multiplication masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιασμῷ — πολλαπλασιασμός multiplication masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιασμόν — πολλαπλασιασμός multiplication masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”